- στρατηγίαι
- στρατηγίαoffice of generalfem nom/voc plστρατηγίᾱͅ , στρατηγίαoffice of generalfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρατηγίᾳ — στρατηγίαι , στρατηγία office of general fem nom/voc pl στρατηγίᾱͅ , στρατηγία office of general fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
воѥводьство — ВОѤВОДЬСТВ|О (16), А с. Должность воеводы: торговное епаршьство и воеводъство. ѥп(с)купь˫а разрѣшаеть суща˫а подъ властью ѡч҃ею. (στρατηγία) КР 1284, 303г; [наставление отшельникам] Что оубо себе створимъ пастырѣ. ѡвцѣ соуще. что творишисѩ главою … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
στρατηγία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. στρατηγίη Α [στρατηγός] 1. το αξίωμα ή το έργο τού στρατηγού 2. η χρονική περίοδος κατά την οποία διατελεί κανείς στρατηγός, έχει την αρχηγία τού στρατού αρχ. 1. στρατηγική ικανότητα, στρατηγική δεινότητα («λέξον ἡμῑν πόθεν… … Dictionary of Greek